- εκπυρήνιση
- [-ις (-εως)] η очищение от косточек, семечек, зёрен (плодов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκπυρήνιση — η (AM ἐκπυρήνισις) η αφαίρεση τών πυρήνων από καρπούς νεοελλ. η εκρίζωση περιγεγραμμένου όγκου ή οργάνου αρχ. εκπίεση, εξακόντιση … Dictionary of Greek
εκπυρήνισμα — ἐκπυρήνισμα, το (Μ) η εκπυρήνιση … Dictionary of Greek
εκπυρηνισμός — ἐκπυρηνισμός, ο (Α) η εκπυρήνιση … Dictionary of Greek